στύφεσθαι

στύφεσθαι
στύ̱φεσθαι , στύφω
contract
pres inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στύφω — ΝΜΑ 1. προξενώ συρρίκνωση, κυρίως τών σιελογόνων τού στόματος, προξενώ στυφότητα 2. προκαλώ συστολή τής κοιλιάς, επιφέρω δυσκοιλιότητα («τὴν κοιλίαν στύφεσθαι» καθίσταμαι δυσκοίλιος, Ιπποκρ.) 3. εμβαπτίζω σε στυπτικό διάλυμα κατά τη διάρκεια τής… …   Dictionary of Greek

  • τήκω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τάκω Α μεταβάλλω ένα στερεό σε ρευστό με θερμότητα ή με διάλυση στο νερό, ρευστοποιώ, λειώνω (α. «ο χρυσός τήκεται σε πολύ υψηλή θερμοκρασία» β. «ἐτήκετο κασσίτερος ὥς», Ησίοδ. γ. «ἥλιος τήκει πετραίαν χιόνα», Αισχύλ.) μσν. αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”